- γροιλανδικός
- -ή, -όο σχετικός με τη Γροιλανδία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γροιλανδικός — ή, ό αυτός που προέρχεται από τη Γροιλανδία: Γροιλανδικά προϊόντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πάγοι ενδοχωρικοί — (απόδοση του σουηδικού όρου inlandsis). Οι ηπειρωτικοί πάγοι οι οποίοι καλύπτουν τις πολικές περιοχές. Το πάχος του παγετώδους αυτού καλύμματος μπορεί να φτάσει τα 2.000 3.000 μ. και ο σχηματισμός του καθορίζεται όχι τόσο από την ένταση των… … Dictionary of Greek